λαμπροστόλιστος

λαμπροστόλιστος
η , ο пышно, ярко украшенный; нарядно одетый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "λαμπροστόλιστος" в других словарях:

  • λαμπροστόλιστος — η, ο (Μ λαμπροστόλιστος, ον) στολισμένος με εξαίρετο τρόπο …   Dictionary of Greek

  • λαμπροστόλιστος — η, ο ο στολισμένος λαμπρά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λαμπρός — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Βλ. λ. Θεόδωρος. Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. * * * ή, ό, θηλ. και ά (AM λαμπρός, ά, όν, θηλ. και ή) 1. αυτός που λάμπει, λαμπερός, φωτεινός, ακτινοβόλος (α. «ο ήλιος είναι σήμερα λαμπρός» β. «ἦν …   Dictionary of Greek

  • λαμπροντυμένος — η, ο ο ντυμένος λαμπρά, ο λουσάτος, ο λαμπροστόλιστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»